- βατταρίζω
- αμετ.1) лепетать (о детях); 2) заикаться, запинаться; 3) говорить чепуху, ерунду
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… … Dictionary of Greek
βατταρίζω — ισα 1. τραυλίζω, μιλώ με κακή άρθρωση: Δεν μπορείς να τον καταλάβεις όταν μιλάει γιατί βατταρίζει. 2. μτφ., μωρολογώ, μιλάω σαν μωρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατταριεῖ — βατταρίζω stammer fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρισθέντα — βατταρίζω stammer aor part pass neut nom/voc/acc pl βατταρίζω stammer aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρίζον — βατταρίζω stammer pres part act masc voc sg βατταρίζω stammer pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρίζοντα — βατταρίζω stammer pres part act neut nom/voc/acc pl βατταρίζω stammer pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρίζουσι — βατταρίζω stammer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρίζουσιν — βατταρίζω stammer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βατταρίζω stammer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταριζέτωσαν — βατταρίζω stammer pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρίζειν — βατταρίζω stammer pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατταρίζεις — βατταρίζω stammer pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)